- ενδρομίς
- η (Α ἐνδρομίς)νεοελλ.1. υψηλό υπόδημα, μπότα τών αξιωματικών τού ιππικού2. λεπιδόπτερο ημερόβιο έντομοαρχ.1. υπόδημα τών κυνηγών2. βαρύς επενδύτης για να μην κρυολογήσουν (συνήθως οι αθλητές) ενώ ήταν ιδρωμένοι3. ως επίθ. κατάλληλος για δρόμο («ἐνδρομίδες ἀσπίδες»).
Dictionary of Greek. 2013.